Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Η καρμανιόλα


Η καρμανιόλα στήνεται, η καρμανιόλα σφάζει,
η καρμανιόλα περπατεί κι ο κόσμος κάνει χάζι.
Την βλέπω κατακόκκινη ανάμεσα στ’ ασκέρι
μ’ εκείνο το θεόρατο και φοβερό μαχαίρι,
κι «Ηλί Λαμά Σαβαχθανί»* ευθύς αναφωνώ
τρέμ' η φωνή στα χείλη μου, τα λόγια λησμονώ.

Νομίζω πως εις θάνατον κι εμέ καταδικάζουν
και τρέχουν κάρρα κι άμαξαι πολλαί από ρυτήρος,
ενώ τα πλήθη έξαλλα στον δήμιον φωνάζουν:
«Κόφτον τον αφιλότιμον ιππότην του Σωτήρος»*.
Και ο φρικώδης δήμιος το σβέρκο μου γραπόνει
κι επάνω στο σανίδωμα το τέρας με ξαπλώνει.

Τραβά με φόρα το σκοινί κι η φοβερά μαχαίρα
μου κόβει το κεφάλι μου αμέσως πέρα πέρα,
κι εκείνο μες στα αίμτα λαχταριστό σπαράζει
επάνω στο σανίδωμα της μαύρης λαιμητόμου
και με φωνήν σπαρακτικήν και τρέμουσα φωνάζει
σαν την κομμένη κεφαλή του Γιάννη του Προδρόμου.

Αν θέλετε, ω άνθρωποι, να λείψουνε αλήθεια
οι πόνοι σας, τα πάθη σας, τα βάσανά σας όλα,
αυτά τα παληοκαύκαλα, τα ξεροκολοκύθια,
ελάτε να τα κόψετε σ' αυτήν την καρμανιόλα.
Και πριν εις θάνατον κι εσείς να καταδικασθήτε
ελάτ' εδώ μονάχοι σας κι αποκεφαλισθήτε.

Αντί να βασανίζεσθε και νύκτα και ημέρα
κι εις πέλαγος να χάνεσθε δυστυχιών παντοίων,
ας πάη πιά στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα
αυτό το παληοκαύκαλο, το περιττόν φορτίον.
Βγάλετε από πάνω σας το ξεροκέφαλό σας,
κι αυτό να είσθε βέβαιοι πως είναι για καλό σας.

Πώς ήθελα να σας ιδώ χωρίς κεφάλια γύρω
κι εγώ την ανθρωπότητα εξ ύψους να οικτείρω.
Ας ήταν να σας τάκοβα ως είδος πορτοκάλια...
θα ήταν αριστούργημα... Ψυχή μου στα Πατήσια*!...
Σε μερικούς θα έβαζα γαϊδουρινά κεφάλια,
εις άλλους πάλι βοδινά και κάποτε τραγήσια.

Γιατί παντού και μάλιστα σ' αυτόν εδώ τον τόπον
να ζουν γαϊδάροι αρκετοί με κεφαλάς ανθρώπων;
Γιατί κεφάλια βωδινά να μην φορούν καμπόσοι;
γιατί δε άνθρωποι πολλοί με λογική και γνώσι
την ανθρωπιά των προσπαθούν πολύ συχνά να κρύβουν
και ταπεινώς ενώπιον γαϊδουρανθρώπων σκύβουν;

Γιατί κανείς ουδέποτε δεν ειμπορεί να βάλη
το πρέπον και κατάλληλο σε μερικούς κεφάλι;
γιατί και τα κεφάλια μας δεν γίνονται καινούρια;
γιατί να ζουν οι άνθρωποι μαζί με τα γαϊδούρια;
και δεν μπορεί κανείς να πει σ' αυτό το νταβατούρι
ποιός είναι άνθρωπος σωστός και ποιός σωστό γαϊδούρι;

Μακράν, αχρεία κεφαλή, από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου.
Συ με ωθείς να σκέπτωμαι συχνάκις την Ελλάδα
κι εσθ' ότε το περίσσευμα κι αυτήν την Μανωλάδα*,
κι η μία σκέψις έπειτα γεννά ευθύς την άλλη,
ως που με σκέψεις γίνεται κουρκούτι το κεφάλι.

Μακράν, αχρεία κεφαλή, και γίνε δυο κομμάτια,
μακράν και σείς, ω φλογερά και πυρωμένα μάτια,
οπου απλήστως βλέπετε του γείτονος το χρήμα,
το στρέμμαμ, την παιδίσκην του και κάθε άλλον κτήμα
που κάνετε και των Ρωμηών το γένος να σουφρώνη,
αν και ποτέ δεν έμαθε τα χέρια του ν' απλώνη.

Μακράν, αυτιά μου δύστηνα, οπού ακούτε τόσα
από του κάθε μασκαρά την τροχισμένη γλώσσα.
Μακράν, ω μύτη ρυπαρά, που σε κτυπά η βρώμα
και ο,τι άλλο φύεται στων Αθηνών το χώμα,
οπού μυρίζεις κάθε τι πολύτιμον σκουπίδι
και τ' αποφόρια τα γνωστά του τρυφερού Λεβίδη*.

Μακράν κι εσύ, ω στόμα μου, που τρώγης ό,τι λάχη
και άνω κάτω κάποτε μου φέρνεις το στομάχι,
κι αρχίζουν τα κοψίματα και η ευκοιλιότης,
αν κι όποιος ονομάζεται του αργυρού Ιππότης
δεν έπρεπε κοψίματα ποτέ να υποφέρη
και μες στο δρόμο μάλιστα ημέρα μεσημέρι.

Μακράν κι εσύ, ω γλώσσα μου, που λές χωρίς να παύης,
που βρίσκεις πάντα κάτι τι και όλο κόβεις ράβεις.
Κι εσείς ω δόντια, που συχνά μου φέρνετε σεκλέτι,
σας δίνω εις τον Μπάμπανο και εις τον Κασσαβέτη*.
Μακράν κι εσείς, μουστάκια μου και γέναια, δεν σας θέλω...
Σας δίνω στους μπαρμπέρηδες, σας δίνω στον Σεμτέλο.

Μακράν αχρεία κεφαλή από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου.
Ποτέ καλό δεν ειμπορεί να βγη α' το κεφάλι,
κι αν βγεί κανένα πού και πού χίλια κακά θα βγάλη,
κι αν την κασσίδα βγάλωμε μονάχα και την ψώρα,
θαρρώ πως άλλο τίποτε δεν γέννησε ως τώρα.

Αυτό το παληοκαύκαλο τί διάβολο το θέλω;
αυτό το παληοκαύκαλο τί το κρατώ στους ώμους;
για ν αγοράζω μοναχά προς χάριν του καπέλο
και δεξιά κι αριστερά να χαιρετώ στους δρόμους;
Για να το λούζω κάποτε και για να το κουρεύω,
κι ενώ μου είναι περιττόν για τούτο να ξοδεύω;

Μακράν, αχρείς κεφαλή, από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστηχής στα πέλαγα του κόσμου.
Να! Πάρτε το κεφάλι μου, σας το πετώ στη μούρη,
ας μην εκπέμπει όπως πρίν πνευματικάς ακτίνας,
ας γίνη ουρητήριον, στρατιωτών παγούρι,
κι αγγείον τι δυσώνυμον υπό συζύγων κλίνας.

Ας γίνη ό,τι θέλετε, εγώ το αποβάλλω,
μα δώστε μου, παρακαλώ, ένα κεφάλι άλλο,
που σκέψεις και συλλογισμούς και στίχους να μην κάνη,
που να μην παίρνει έξαφνα για κάθε τι φωτιά,
να έχη στόμα και φωνή ποτέ του να μην βγάνη,
τα μάτια να μην βλέπουνε, να μην ακούν τ' αφτιά.

Να είναι το κεφάλι μου ως είδος τι καπέλο,
να το μεταχειρίζομαι καθώς και όταν θέλω,
να το φορώ για γούστο μου και πάλι να το βγάζω
και τον καιρό μου να περνώ και να διασκεδάζω.
Τέτοιο κεφάλι μπούτζινο κι αναίσθητο το θέλω,
αλλέως τούτο που κρατώ εις κόρακας το στέλλω.

Μακράν, ω ξηροκέφαλον από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου,
σε δίνω εις τον Φιντικλή*, σε δίνω στον Μακράκη,
και τον Τελώνη προσκαλώ και τον Αμοιραδάκη*
να μου το κάνουν τρίψαλα ως είδος κυημά
και να το φάνε ύστερα στο φούρνο καπαμά.


Ιούνιος 1887






*
«Ηλί Λαμά Σαβαχθανί»: «Θεέ Θεέ γιατί μ'εγκαταλείπεις»
«τον αφιλότιμον ιππότην του Σωτήρος»: για τον εαυτό του, την επαναλαμβάνει συχνά στα ποιήματά του, ειρωνευόμενος την παρασημοφορία του.
«Ψυχή μου στα Πατήσια»: Φράση της εποχής, καθώς τα Πατήσια ήταν τότε προάστειο στην εξοχή, γεμάτο λουλούδια πέρα ως πέρα..
«το περίσσευμα της Μανωλάδας»: Το Κράτος είχε δωρίσει στο διάδοχο Κωνσταντίνο, για την ενηλικίωσή του, ένα μεγάλο δημόσιο κτήμα στη Μανωλάδα Ηλείας.
«του τρυφερού Λεβίδη»: αναφέρεται στην κατακριθείσα αποπομπή του βουλευτή Λεβίδη από τον Υπ. Εξ Στ, Δραγούμη.
«Μπάμπανος και Κασσαβέτης»: οι επιφανέστεροι, τότε, οδοντίατροι της Αθήνας.
«Φιντικλής»: καθηγητής στη σχολή, είχε απορρίψει τον Σουρή.
«Τελώνης και Αμοιραδάκης»: δήμιοι της εποχής.






πηγές:

Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Μεταρρυθμίσεις στα 1886...

"Επί τη ευκαιρία αυστηρών Διατάξεων του νέου Διευθυντού της Αστυνομίας, αναφέρει σειράν παραπτωμάτων, άξιων επιβολής ποινής."

Είναι ενδιαφέρον να δούμε πρώτον σε τί παραπτώματα υπέπιπταν οι Έλληνες του 19ου αιώνα, -κάποια σήμερα φαντάζουν αδιανόητα, άλλα όχι και τόσο- και δεύτερον να παρατηρήσουμε, για άλλη μια φορά πόσο ορισμένα πράγματα από μόνα τους δεν αλλάζουν...
Αλλάζουν όμως άρδην, και σταδιακά διαμορφώνεται άλλη νοοτροπία, δευτέρα φύσις, εκείνα στα οποία ο νόμος - παρά τις ειρωνείες, τις διαμαρτυρίες, και τις απειλές- επιβάλλεται, κι ας μην καταλαβαίνουν ορισμένοι γιατί πρέπει να τον εφαρμόσουν. (" Οχι, δεν θα κάνεις ο τι θέλεις στο δημόσιο δρόμο κι ας μην καταλαβαίνεις γιατί - εξ ου και η αυστηρή ποινή." )



Μεταρρυθμίσεις

Σας υπεσχέθην, Έλληνες, καθ'όσον ειμπορέσω,
να γράψω νομοσχέδια μεταρρυθμιστικά,
και τώρα την υπόσχεσιν αυτήν θα εκτελέσω
και ξεφουρνίζω σήμερα εκ τούτων μερικά.

Ελπίζω δε πως όλοι σας, καλοί μου συμπολίται,
εις την ανάγνωσιν αυτών θα ενασχοληθήτε,
και θα τα σχολιάσετε με γνώσιν και με κρίσιν,
καθ΄ όσον είναι σύμφωνα προς του Ρωμηού την φύσιν.

Εκείνος που στον καφενέ τρείς ώρες ραχατεύει,
αυτός να δίνη δυό δραχμές για τούτο το ραχάτι,
αλλ' όποιος ώρες τέσσαρες στον καφενέ χαζεύει,
αυτός να δίνη μια δραχμή λιγώτερο και κάτι.
Μα όποιος την ημέρα του στον καφενέ σκοτόνει,
του πρέπει να πληρώνεται και όχι να πληρώνει.

Όστις ουρήσει αναιδώς αντίκρυ παραθύρων,
ή στο Πανεπιστήμιον ή στην Ακαδημίαν,
αυτός να συλλαμβάνεται υπό τριών κλητήρων
κι ευθύς να περιτέμνεται εις την Αστυνομίαν.
Κι αν στον μεγάλον του Ερμού αποπατήσεις δρόμον,
χωρίς την κοσμιότητα να σκέπτεσαι καθόλου,
αμέσως ν' αναγκάζεσαι υπό των Αστυνόμων,
ν'αποπατήσεις φανερά κι εις την οδόν Αιόλου.

Αν τσακωθείς με φίλους σου απάνω στο μεθύσι,
και ο φρουρός της τάξεως ερθή να σε χωρίση,
εσύ οφείλεις πάραυτα ως Έλλην και ως ήρως
να κοκκινίσης πιό πολύ την ράχην του κλητήρος.

Αν σε μπατσίση άνθρωπος με τόνα μόνο χέρι,
εσύ αμέσως κτύπα τον με δίκοπο μαχαίρι,
κι αν σε μπατσίση με τα δυό, συ τράβα την κουμπούρα,
και κτύπα τον εις τον σταυρό χωρίς πολλή μουρμούρα.

Αν συνεργία πειρασμού κατέβη στο μυαλό σου,
και ορεχθής την όρνιθα του φίλου γειτονού σου,
προτού για τούτο είδηση ο γείτονάς σου πάρη,
του παίρνεις και τον κόκκορα για να γενούν ζευγάρι.

Αν ως σημεία κατοχής ιδής ποτέ πασσάλους,
εις γείτονος οικόπεδον, μικρούς ή και μεγάλους,
και είσαι άθρωπος με νουν και όχι βλάξ και άφρων,
απόσπασον τους ε υ σ ε β ε ί ς και πλήρωσον την τάφρον.
Με άλλους λόγους δηλαδή να κατορθώσης όπως
γίνη ταχέως κτήμα σου του γείτονος ο τόπος.

Οφείλει κάθε βουλευτής των νεωτέρων χρόνων
να έχη πόδια τέσσερα και όχι δύο μόνον,
γιατι ποτέ δεν ειμπορεί και ούτε θα μπορέση,
στων ψηφοφόρων τις δουλειαίς με δυό να επαρκέση.

Αν κλέπτης τις στο Κ ε ν τ ρ ι κ ό ν* υπούργημα γυρέψη,
ευθύς να διορίζεται επόπτης του παρά,
γιατί εκείνος πούκλεψε μπορεί και να μην κλέψη,
αλλ' όποιος δεν εσούφρωσε, θα κλέψη μια φορά.

Ιούλιος 1886


*Η φράση "αν κλέπτης τις στο Κ ε ν τ ρ ι κ ό ν* υπούργημα γυρέψη"
εννοεί την τοποθέτηση καταχραστών εις βάρος του Κεντρικού Ταμείου,
ως δήθεν προτιμώμενων για διορισμό.



πηγές:

Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Το όνειρο

Τί ονείρατα κι απάταις φέρνει κάποτε ο νούς
και ενώ στη γή πατούμε μας πετά στούς ουρανούς.
Και εγώ καθώς τον Δαντη που με μάτια ανοιχτά
στης κολάσεως κατέβη τα παλάτια τα φρικτά,
είδα όνειρο μιά νύκτα αλλά τόσο ζωντανό
πού με τούτο έως τώρα το κεφάλι μου πλανώ.

Είδα ότι μ' είχαν κάμει σ΄έναν τόπο βασιληά,
και τα πόδια μου πατούσαν σε ολόχρυσα χαλιά.
Φατασθήτε την χαρά μου!... να ευρίσκεται κανείς
μες στην άβυσσο τού κόσμου ταπεινός και αφανής,
κι ώ τού θαύματος! με στέμμα στο κεφάλι να βρεθή!...
είναι πράγμα όπου κάνει κάθε νού να τρελλαθή.

Εϊχα δίπλα μου λακέδες με χρυσά, διαγγελείς,
και αυλάρχας με μπαρμπέταις και κυρίας της Αυλής,
είχα άλογα, αχούρια, ξακουσμένους κυνηγούς,
Νέας Γής ωραίους σκύλους, πάπιαις, πέρδικαις, λαγούς,
λεοντάρια, περιβόλια, δεκαπέντε μαγειριά,
εξοχαίς πολλαίς, τσιφλίκια, κι άλλα πλούσια χωριά.

Αν και ήμουν βουτηγμένος μες σε τόσο θησαυρό,
μια βασίλισσα δεν είχα, κι όλο έψαχνα να βρώ.
Όπου ήθελα να ρίξω μια ματιά βασιλική,
ένας έρωτας αμέσως εξεφύτρωνε εκεί,
και τρυπούσαν κάθε στήθος η δικαίς μου σαϊτιαίς...
της κορώνας μου η λάμψις παντού σκόρπιζε φωτιαίς.

Πού να βλέπατε εμπρός σας τον κυρ Γιώργο τον Σουρή
με Εγγλέζικη καβάλλα σ' ένα άλογο ψαρί,
στο κεφάλι του να στέκη τρικαντό με τα φτερά,
και να βλέπη τας κυρίας δεξιά κι αριστερά.
Όλαις ήτανε για μένα από έρωτα τρελλαίς,
κι έτσι ήμουν βασιλέας με βασίλισσαις πολλαίς.

Εκοπίαζε για μένα ο καλός μου ο λαός,
κι εγώ πάντα χορτασμένος επερνούσα σάν θεός.
Μόνο είξευρα να τρώγω το καλλίτερο φαγί
κι εσκοτίζοντο για τ'άλλα οι χρυσοί μου Υπουργοί
αυτοί τέλειωναν τού κράτους κάθε δύσκολη δουλειά,
κι εμέ είχαν για να λένε ότι έχουν βασιληά*.

Μα τί όνειρο κι εκείνο...ω! μα τί ζωή χρυσή!
τι καπόνια, τί μπαρμπούνια, τί αθάνατο κρασί!
Ξυπνητός να ήμουν έτσι, και ποτέ, μα το Θεό,
δεν θα ήθελα να πάρω Καλαμά και Πηνειό.
Κι αν με έστελλαν ακόμα στο Μενίδι βασιληά,
ευθύς θ' άρπαζα το θρόνο και δεν θάβγαζα μιλιά.

Έχουν δίκαιο εκείνοι, όπου στέμματα κρατούν,
σαν θεό να τα λατρεύουν και να μη τα παραιτούν
αν και είδανε και βλέπουν ότι είναι κρεμαστή
κάθε ώρα η ζωή των σε αδύνατη κλωστή.
Βασιληάς, σου λέει άλλος, είν΄ο άνθρωπος αυτός,
και ο θρόνος είναι μ όλους τους κινδύνους ζηλευτός.

Μα κι εγώ εις τόνειρό μου, αν και μούλεγαν πολλοί
να πετάξω την κορώνα, αφού τώρα οι τρελλοί
ένα κι άλλον βασιλέα φανερά δολοφονούν,
κρίμα έλεγα, καϋμένοι όπου έχετε και νούν.
Βασιληάς κανείς αφίνει την κορώνα που βαστά,
και άν δάσος από λόγχαις δή στα μάτια του μπροστά;

Καλέ ξέρεις τί σημαίνει, την κορώνα να φορής;
ευθύς γίνεσαι θηρίο αν και ήσουνα Souris**
Τέτοια τάχατε να είναι η ζωή του βασιληά;
κότα, πήτα, γλέντι, λούσο, εξοχή και τεμπελιά;
Τότε όσοι σαν εμένα τα ουράνια θωρούν,
ή το στέμμα ενός τόπου ή το ράσο ας φορούν.

Αλλά άξαφνα μια μέρα ενω΄γύριζα πεζός
στο ωραίο μου παλάτι κι εκυττούσα σαν χαζός
της ψηλαίς του της κολώναις, τί μεγάλη συμφορά!
βλέπω έναν δημοκράτη όπως τον Ενζωλορά.***
Αλτ! στον τόπο, μου φωνάζει, και στα λόγια του αυτά
μια θεορατη κουμπούρα απ τη ζώνη του πετά.

Μπούμ! εβρόντησ' η κουμπούρα, και για τύχη μου καλή
ούτε τρίχα των μαλλιών μου δεν επήρε η βολή.
Τότε όλος τρομασμένος στο κρεβάτι μου πετώ
και κυττάζω πως κοιμόμουν δίχως πάπλωμα... γι' αυτό
με εξύπνησεν εκείνη η βροντή της πιστολιάς.
Και στον ύπνο δεν μ αφίνουν νάμαι λίγο βασιληάς;


Δεκέμβριος 1879


*πάσα ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι συμπτωματική...
**Λογοπαίγνιο επί του επωνύμου του ποιητή - στα γαλλικά souris = πoντικός
*** Enzorlas= ο χαρισματικός ηγέτης των εξεγερμένων "Φίλων της αλφαβήτου" στους "Αθλίους" του V. Hugo.


πηγές:

Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.

http://en.wikipedia.org/wiki/Enjolras

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Συνέδριο του Βερολίνου


Στο Συνέδριο του Βερολίνου, το 1878, αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπείας -επί πρωθυπουργίας Κουμουνδούρου- ορίζεται ο Υπ.Εξ Θεόδωρος Δηλιγιάννης.
Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα μόνο να υποβάλουν τις προτάσεις τους και να παρακολουθήσουν τις εργασίες του, κι όχι να μετάσχουν στη συζήτηση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Μετά την παρουσίαση των αιτημάτων δεν τους δόθηκε απάντηση, ενώ το 14ο πρωτόκολλο του Συνεδρίου καλεί την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνεννοηθούν για τα εδαφικά ζητήματα, λαμβάνοντας απλώς υπ'όψιν τη γνώμη του Συνεδρίου.
Η "αόριστος εκείνη αναγνώρισις μερικών εκ των Ελληνικών αιτημάτων υπό του Συνεδρίου", παρουσιάστηκε μεν ως θρίαμβος τότε στην Ελληνική κοινή γνώμη, δεν απέφερε βέβαια δε καρπούς στην πράξη, μέχρι τη νέα Συνδιάσκεψη του 1881, οπότε η χώρα προσάρτησε την Άρτα και τη Θεσσαλία.

Τα επιχειρήματα του Δηληγιάννη μπροστά στις Μεγάλες Δυνάμεις το 1878, και τα οποία -κατά τον ποιητή- κινούνται στη σφαίρα του "δυνατού" για τα δεδομένα του λαϊκιστή πολιτικού, είναι το αντικείμενο του σκώμματος του Γ. Σουρή στο ποίημα που ακολουθεί...

Επιχειρήματα σαν κι αυτά, παραδόξως, εξακολουθούν ακόμα να έχουν την τιμητική τους, στη λογική πολλών από τους απογόνους του Κάδμου, του Περικλή, αλλά και Αλήδων και Αλίδων βεβαίως...


Πρώτος λόγος του Δηληγιάννη ενώπιον του Συνεδρίου

Bon jour, κύριοι μεγάλοι, της Ευρώπης διπλωμάται
στην υγεία σας πώς είσθε; ...φίλε Βίσμαρκ, πώς περνάτε;
Εγώ, δόξα τω Υψίστω, μέχρις ώρας υγιαίνω,
τρώγω μ' όρεξι, κοιμούμαι, σεργιανίζω και παχαίνω.
Με δυό λόγια χάφτω μυίγες και αέρα κοπανώ,
μολοντούτο κι εν τοσούτω ταπεινά σας προσκυνώ.

Κατά πρώτον, κύριοί μου, θα σας καταευχαριστήσω,
αφού τέλος ηξιώθην πλάι πλάι να καθήσω,
με της φίλης της Ευρώπης τους εξόχους διπλωμάτας,
και του έθνους των Ελλήνων ευεργέτας και προστάτας.
Ω! ανοίξατε μια θέσι κι εις τον κύριον εμέ,
για να μη περνούν με λόγια αι πολύτιμοι στιγμαί.

Θα αρχίσω λοιπόν τώρα με φωνή να πω και θάρρος,
ό τι θέλει και δεν θέλει η Ελλάς, και μη προς βάρος.
Αλλά πριν στο μεγαλείον της Ελλάδος ανατρέξω,
είναι φρόνιμον νομίζω, το λαρύγγι μου να βρέξω
με καμιά σουμάδα κρύα ή κανένα παγωτό,
για να μη με πιάνη βήχας και τον λόγον σταματώ.

Ας στρωθεί λοιπόν εμπρός μου της Ελλάδος ένας χάρτης,
επειδή αυτός και μόνον αληθής θα είναι μάρτυς
εις εκείνα όπου πρέπει να σας πω κατά καθήκον...
Θα γνωρίζετε βεβαίως πως εμείς εκ των Φοινίκων
παρελάβομεν τα φώτα μετά ζήλου θαυμαστού,
δεν θυμούμαι εις τα πόσα, μα νομίζω προ Χριστού.

Τον καιρόν εκείνον ήλθεν ένας Κάδμος στας Αθήνας,
κι αφού έμεινεν εννέα, έως δέκα, θαρρώ, μήνας,
ηύρε πρώτος τα στοιχεία του λαμπρού μας αλφαβήτου
-Γαίαν ελαφράν ας έχει η σκια του μακαρίτου-
τότε κι έγινεν η γλώσσα των Ελλήνων κλασσική,
και αμέσως εξηπλώθη απεδώ και απ' εκεί.

Από τότε πιά ο νούς μας εσηκώθη στον αέρα
φώτα πάνω φώτα κάτω, φώτα δώ και φώτα πέρα,
ώσπου έγινε σαν Αίτνα το Ρωμαίικο κεφάλι,
κι όλο σπίθες εσκορπούσε στην μιαν άκρα και στην άλλη.
Μα γιατί να σας νυστάξω; με δυο λόγια στρογγυλά,
στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά.

Εσείς όμως, με συμπάθειο, ήσθε βάρβαροι ακόμη,
και δεν είχαν μεταξύ σας καμιά πέρασιν οι Νόμοι.
Δεν εγνώριζε η Δύσις τι σημαίνει αρχαιότης,
μεγαλείον, δόξα, φήμη, ύφος, βάθος, κλασσικότης.
Ήτο τίποτε, αγρία, μαραμένη, σκοτεινή,
κι επερίμενε εμπρός της λίγος ήλιος να φανεί...

Εκυττάζαμε το σκότος της βλακείας σας της τόσης,
και ελέγαμε στο νου μας: "Μας εσκότισαν αι γνώσεις,
κι η Ελλάς βουτά εις φώτων ατελείωτο ποτάμι...
τάχα τί θα της κοστίσει αν τους δώση ένα δράμι;
Πώς κι ο βλάξ ο Ευρωπαίος να μη φαίνεται σοφός;
ε! λοιπόν και εις την Δύσιν ας χυθεί ολίγον φώς!"

Αυτά είπαμε στον νούν μας και αμέσως πρώτα πρώτα
σας εδώσαμε μια σπίθα απ' εκείνα μας τα φώτα.
Μετ' ολίγον μίαν άλλην κι άλλην μίαν, και κατόπιν
καταστράψαμεν με φώτα την αγράμματον Ευρώπην..
Από μας και όχι άλλους όλοι εσείς οι αμαθείς
-mille pardon γι' αυτήν τη λέξι- εφωτίσθητε ευθύς.

Γι αυτά, κύριοι, και άλλα, που σας είπα παραπάνω,
δυνατώτερα σας λέγω και σας επαναλαμβάνω,
ότι πρέπει αναγκαίως η Ελλάς να μεγαλώσει,
και ας μην το θέλουν τούτο ούτε Τούρκοι ούτε Ρώσοι.
Ή θα γίνη στην Ελλάδα μια γενναία αμοιβή,
ή σας παίρνομε τα φώτα κι απομένετε στραβοί.

13 Ιουνίου 1878



πηγές:Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.

Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,
Ελληνικά Γράμματα, 2003

Θ. Βερέμη, Γ Κολιόπουλου: "Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια"
Καστανιώτης, 2006

Βιο-γράφοντας....