Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Το όνειρο

Τί ονείρατα κι απάταις φέρνει κάποτε ο νούς
και ενώ στη γή πατούμε μας πετά στούς ουρανούς.
Και εγώ καθώς τον Δαντη που με μάτια ανοιχτά
στης κολάσεως κατέβη τα παλάτια τα φρικτά,
είδα όνειρο μιά νύκτα αλλά τόσο ζωντανό
πού με τούτο έως τώρα το κεφάλι μου πλανώ.

Είδα ότι μ' είχαν κάμει σ΄έναν τόπο βασιληά,
και τα πόδια μου πατούσαν σε ολόχρυσα χαλιά.
Φατασθήτε την χαρά μου!... να ευρίσκεται κανείς
μες στην άβυσσο τού κόσμου ταπεινός και αφανής,
κι ώ τού θαύματος! με στέμμα στο κεφάλι να βρεθή!...
είναι πράγμα όπου κάνει κάθε νού να τρελλαθή.

Εϊχα δίπλα μου λακέδες με χρυσά, διαγγελείς,
και αυλάρχας με μπαρμπέταις και κυρίας της Αυλής,
είχα άλογα, αχούρια, ξακουσμένους κυνηγούς,
Νέας Γής ωραίους σκύλους, πάπιαις, πέρδικαις, λαγούς,
λεοντάρια, περιβόλια, δεκαπέντε μαγειριά,
εξοχαίς πολλαίς, τσιφλίκια, κι άλλα πλούσια χωριά.

Αν και ήμουν βουτηγμένος μες σε τόσο θησαυρό,
μια βασίλισσα δεν είχα, κι όλο έψαχνα να βρώ.
Όπου ήθελα να ρίξω μια ματιά βασιλική,
ένας έρωτας αμέσως εξεφύτρωνε εκεί,
και τρυπούσαν κάθε στήθος η δικαίς μου σαϊτιαίς...
της κορώνας μου η λάμψις παντού σκόρπιζε φωτιαίς.

Πού να βλέπατε εμπρός σας τον κυρ Γιώργο τον Σουρή
με Εγγλέζικη καβάλλα σ' ένα άλογο ψαρί,
στο κεφάλι του να στέκη τρικαντό με τα φτερά,
και να βλέπη τας κυρίας δεξιά κι αριστερά.
Όλαις ήτανε για μένα από έρωτα τρελλαίς,
κι έτσι ήμουν βασιλέας με βασίλισσαις πολλαίς.

Εκοπίαζε για μένα ο καλός μου ο λαός,
κι εγώ πάντα χορτασμένος επερνούσα σάν θεός.
Μόνο είξευρα να τρώγω το καλλίτερο φαγί
κι εσκοτίζοντο για τ'άλλα οι χρυσοί μου Υπουργοί
αυτοί τέλειωναν τού κράτους κάθε δύσκολη δουλειά,
κι εμέ είχαν για να λένε ότι έχουν βασιληά*.

Μα τί όνειρο κι εκείνο...ω! μα τί ζωή χρυσή!
τι καπόνια, τί μπαρμπούνια, τί αθάνατο κρασί!
Ξυπνητός να ήμουν έτσι, και ποτέ, μα το Θεό,
δεν θα ήθελα να πάρω Καλαμά και Πηνειό.
Κι αν με έστελλαν ακόμα στο Μενίδι βασιληά,
ευθύς θ' άρπαζα το θρόνο και δεν θάβγαζα μιλιά.

Έχουν δίκαιο εκείνοι, όπου στέμματα κρατούν,
σαν θεό να τα λατρεύουν και να μη τα παραιτούν
αν και είδανε και βλέπουν ότι είναι κρεμαστή
κάθε ώρα η ζωή των σε αδύνατη κλωστή.
Βασιληάς, σου λέει άλλος, είν΄ο άνθρωπος αυτός,
και ο θρόνος είναι μ όλους τους κινδύνους ζηλευτός.

Μα κι εγώ εις τόνειρό μου, αν και μούλεγαν πολλοί
να πετάξω την κορώνα, αφού τώρα οι τρελλοί
ένα κι άλλον βασιλέα φανερά δολοφονούν,
κρίμα έλεγα, καϋμένοι όπου έχετε και νούν.
Βασιληάς κανείς αφίνει την κορώνα που βαστά,
και άν δάσος από λόγχαις δή στα μάτια του μπροστά;

Καλέ ξέρεις τί σημαίνει, την κορώνα να φορής;
ευθύς γίνεσαι θηρίο αν και ήσουνα Souris**
Τέτοια τάχατε να είναι η ζωή του βασιληά;
κότα, πήτα, γλέντι, λούσο, εξοχή και τεμπελιά;
Τότε όσοι σαν εμένα τα ουράνια θωρούν,
ή το στέμμα ενός τόπου ή το ράσο ας φορούν.

Αλλά άξαφνα μια μέρα ενω΄γύριζα πεζός
στο ωραίο μου παλάτι κι εκυττούσα σαν χαζός
της ψηλαίς του της κολώναις, τί μεγάλη συμφορά!
βλέπω έναν δημοκράτη όπως τον Ενζωλορά.***
Αλτ! στον τόπο, μου φωνάζει, και στα λόγια του αυτά
μια θεορατη κουμπούρα απ τη ζώνη του πετά.

Μπούμ! εβρόντησ' η κουμπούρα, και για τύχη μου καλή
ούτε τρίχα των μαλλιών μου δεν επήρε η βολή.
Τότε όλος τρομασμένος στο κρεβάτι μου πετώ
και κυττάζω πως κοιμόμουν δίχως πάπλωμα... γι' αυτό
με εξύπνησεν εκείνη η βροντή της πιστολιάς.
Και στον ύπνο δεν μ αφίνουν νάμαι λίγο βασιληάς;


Δεκέμβριος 1879


*πάσα ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι συμπτωματική...
**Λογοπαίγνιο επί του επωνύμου του ποιητή - στα γαλλικά souris = πoντικός
*** Enzorlas= ο χαρισματικός ηγέτης των εξεγερμένων "Φίλων της αλφαβήτου" στους "Αθλίους" του V. Hugo.


πηγές:

Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.

http://en.wikipedia.org/wiki/Enjolras