Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Συνέδριο του Βερολίνου


Στο Συνέδριο του Βερολίνου, το 1878, αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπείας -επί πρωθυπουργίας Κουμουνδούρου- ορίζεται ο Υπ.Εξ Θεόδωρος Δηλιγιάννης.
Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα μόνο να υποβάλουν τις προτάσεις τους και να παρακολουθήσουν τις εργασίες του, κι όχι να μετάσχουν στη συζήτηση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Μετά την παρουσίαση των αιτημάτων δεν τους δόθηκε απάντηση, ενώ το 14ο πρωτόκολλο του Συνεδρίου καλεί την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνεννοηθούν για τα εδαφικά ζητήματα, λαμβάνοντας απλώς υπ'όψιν τη γνώμη του Συνεδρίου.
Η "αόριστος εκείνη αναγνώρισις μερικών εκ των Ελληνικών αιτημάτων υπό του Συνεδρίου", παρουσιάστηκε μεν ως θρίαμβος τότε στην Ελληνική κοινή γνώμη, δεν απέφερε βέβαια δε καρπούς στην πράξη, μέχρι τη νέα Συνδιάσκεψη του 1881, οπότε η χώρα προσάρτησε την Άρτα και τη Θεσσαλία.

Τα επιχειρήματα του Δηληγιάννη μπροστά στις Μεγάλες Δυνάμεις το 1878, και τα οποία -κατά τον ποιητή- κινούνται στη σφαίρα του "δυνατού" για τα δεδομένα του λαϊκιστή πολιτικού, είναι το αντικείμενο του σκώμματος του Γ. Σουρή στο ποίημα που ακολουθεί...

Επιχειρήματα σαν κι αυτά, παραδόξως, εξακολουθούν ακόμα να έχουν την τιμητική τους, στη λογική πολλών από τους απογόνους του Κάδμου, του Περικλή, αλλά και Αλήδων και Αλίδων βεβαίως...


Πρώτος λόγος του Δηληγιάννη ενώπιον του Συνεδρίου

Bon jour, κύριοι μεγάλοι, της Ευρώπης διπλωμάται
στην υγεία σας πώς είσθε; ...φίλε Βίσμαρκ, πώς περνάτε;
Εγώ, δόξα τω Υψίστω, μέχρις ώρας υγιαίνω,
τρώγω μ' όρεξι, κοιμούμαι, σεργιανίζω και παχαίνω.
Με δυό λόγια χάφτω μυίγες και αέρα κοπανώ,
μολοντούτο κι εν τοσούτω ταπεινά σας προσκυνώ.

Κατά πρώτον, κύριοί μου, θα σας καταευχαριστήσω,
αφού τέλος ηξιώθην πλάι πλάι να καθήσω,
με της φίλης της Ευρώπης τους εξόχους διπλωμάτας,
και του έθνους των Ελλήνων ευεργέτας και προστάτας.
Ω! ανοίξατε μια θέσι κι εις τον κύριον εμέ,
για να μη περνούν με λόγια αι πολύτιμοι στιγμαί.

Θα αρχίσω λοιπόν τώρα με φωνή να πω και θάρρος,
ό τι θέλει και δεν θέλει η Ελλάς, και μη προς βάρος.
Αλλά πριν στο μεγαλείον της Ελλάδος ανατρέξω,
είναι φρόνιμον νομίζω, το λαρύγγι μου να βρέξω
με καμιά σουμάδα κρύα ή κανένα παγωτό,
για να μη με πιάνη βήχας και τον λόγον σταματώ.

Ας στρωθεί λοιπόν εμπρός μου της Ελλάδος ένας χάρτης,
επειδή αυτός και μόνον αληθής θα είναι μάρτυς
εις εκείνα όπου πρέπει να σας πω κατά καθήκον...
Θα γνωρίζετε βεβαίως πως εμείς εκ των Φοινίκων
παρελάβομεν τα φώτα μετά ζήλου θαυμαστού,
δεν θυμούμαι εις τα πόσα, μα νομίζω προ Χριστού.

Τον καιρόν εκείνον ήλθεν ένας Κάδμος στας Αθήνας,
κι αφού έμεινεν εννέα, έως δέκα, θαρρώ, μήνας,
ηύρε πρώτος τα στοιχεία του λαμπρού μας αλφαβήτου
-Γαίαν ελαφράν ας έχει η σκια του μακαρίτου-
τότε κι έγινεν η γλώσσα των Ελλήνων κλασσική,
και αμέσως εξηπλώθη απεδώ και απ' εκεί.

Από τότε πιά ο νούς μας εσηκώθη στον αέρα
φώτα πάνω φώτα κάτω, φώτα δώ και φώτα πέρα,
ώσπου έγινε σαν Αίτνα το Ρωμαίικο κεφάλι,
κι όλο σπίθες εσκορπούσε στην μιαν άκρα και στην άλλη.
Μα γιατί να σας νυστάξω; με δυο λόγια στρογγυλά,
στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά.

Εσείς όμως, με συμπάθειο, ήσθε βάρβαροι ακόμη,
και δεν είχαν μεταξύ σας καμιά πέρασιν οι Νόμοι.
Δεν εγνώριζε η Δύσις τι σημαίνει αρχαιότης,
μεγαλείον, δόξα, φήμη, ύφος, βάθος, κλασσικότης.
Ήτο τίποτε, αγρία, μαραμένη, σκοτεινή,
κι επερίμενε εμπρός της λίγος ήλιος να φανεί...

Εκυττάζαμε το σκότος της βλακείας σας της τόσης,
και ελέγαμε στο νου μας: "Μας εσκότισαν αι γνώσεις,
κι η Ελλάς βουτά εις φώτων ατελείωτο ποτάμι...
τάχα τί θα της κοστίσει αν τους δώση ένα δράμι;
Πώς κι ο βλάξ ο Ευρωπαίος να μη φαίνεται σοφός;
ε! λοιπόν και εις την Δύσιν ας χυθεί ολίγον φώς!"

Αυτά είπαμε στον νούν μας και αμέσως πρώτα πρώτα
σας εδώσαμε μια σπίθα απ' εκείνα μας τα φώτα.
Μετ' ολίγον μίαν άλλην κι άλλην μίαν, και κατόπιν
καταστράψαμεν με φώτα την αγράμματον Ευρώπην..
Από μας και όχι άλλους όλοι εσείς οι αμαθείς
-mille pardon γι' αυτήν τη λέξι- εφωτίσθητε ευθύς.

Γι αυτά, κύριοι, και άλλα, που σας είπα παραπάνω,
δυνατώτερα σας λέγω και σας επαναλαμβάνω,
ότι πρέπει αναγκαίως η Ελλάς να μεγαλώσει,
και ας μην το θέλουν τούτο ούτε Τούρκοι ούτε Ρώσοι.
Ή θα γίνη στην Ελλάδα μια γενναία αμοιβή,
ή σας παίρνομε τα φώτα κι απομένετε στραβοί.

13 Ιουνίου 1878



πηγές:Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.

Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,
Ελληνικά Γράμματα, 2003

Θ. Βερέμη, Γ Κολιόπουλου: "Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια"
Καστανιώτης, 2006

Βιο-γράφοντας....