Η καρμανιόλα στήνεται, η καρμανιόλα σφάζει,
η καρμανιόλα περπατεί κι ο κόσμος κάνει χάζι.
Την βλέπω κατακόκκινη ανάμεσα στ’ ασκέρι
μ’ εκείνο το θεόρατο και φοβερό μαχαίρι,
κι «Ηλί Λαμά Σαβαχθανί»* ευθύς αναφωνώ
τρέμ' η φωνή στα χείλη μου, τα λόγια λησμονώ.
Νομίζω πως εις θάνατον κι εμέ καταδικάζουν
και τρέχουν κάρρα κι άμαξαι πολλαί από ρυτήρος,
ενώ τα πλήθη έξαλλα στον δήμιον φωνάζουν:
«Κόφτον τον αφιλότιμον ιππότην του Σωτήρος»*.
Και ο φρικώδης δήμιος το σβέρκο μου γραπόνει
κι επάνω στο σανίδωμα το τέρας με ξαπλώνει.
Τραβά με φόρα το σκοινί κι η φοβερά μαχαίρα
μου κόβει το κεφάλι μου αμέσως πέρα πέρα,
κι εκείνο μες στα αίμτα λαχταριστό σπαράζει
επάνω στο σανίδωμα της μαύρης λαιμητόμου
και με φωνήν σπαρακτικήν και τρέμουσα φωνάζει
σαν την κομμένη κεφαλή του Γιάννη του Προδρόμου.
Αν θέλετε, ω άνθρωποι, να λείψουνε αλήθεια
οι πόνοι σας, τα πάθη σας, τα βάσανά σας όλα,
αυτά τα παληοκαύκαλα, τα ξεροκολοκύθια,
ελάτε να τα κόψετε σ' αυτήν την καρμανιόλα.
Και πριν εις θάνατον κι εσείς να καταδικασθήτε
ελάτ' εδώ μονάχοι σας κι αποκεφαλισθήτε.
Αντί να βασανίζεσθε και νύκτα και ημέρα
κι εις πέλαγος να χάνεσθε δυστυχιών παντοίων,
ας πάη πιά στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα
αυτό το παληοκαύκαλο, το περιττόν φορτίον.
Βγάλετε από πάνω σας το ξεροκέφαλό σας,
κι αυτό να είσθε βέβαιοι πως είναι για καλό σας.
Πώς ήθελα να σας ιδώ χωρίς κεφάλια γύρω
κι εγώ την ανθρωπότητα εξ ύψους να οικτείρω.
Ας ήταν να σας τάκοβα ως είδος πορτοκάλια...
θα ήταν αριστούργημα... Ψυχή μου στα Πατήσια*!...
Σε μερικούς θα έβαζα γαϊδουρινά κεφάλια,
εις άλλους πάλι βοδινά και κάποτε τραγήσια.
Γιατί παντού και μάλιστα σ' αυτόν εδώ τον τόπον
να ζουν γαϊδάροι αρκετοί με κεφαλάς ανθρώπων;
Γιατί κεφάλια βωδινά να μην φορούν καμπόσοι;
γιατί δε άνθρωποι πολλοί με λογική και γνώσι
την ανθρωπιά των προσπαθούν πολύ συχνά να κρύβουν
και ταπεινώς ενώπιον γαϊδουρανθρώπων σκύβουν;
Γιατί κανείς ουδέποτε δεν ειμπορεί να βάλη
το πρέπον και κατάλληλο σε μερικούς κεφάλι;
γιατί και τα κεφάλια μας δεν γίνονται καινούρια;
γιατί να ζουν οι άνθρωποι μαζί με τα γαϊδούρια;
και δεν μπορεί κανείς να πει σ' αυτό το νταβατούρι
ποιός είναι άνθρωπος σωστός και ποιός σωστό γαϊδούρι;
Μακράν, αχρεία κεφαλή, από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου.
Συ με ωθείς να σκέπτωμαι συχνάκις την Ελλάδα
κι εσθ' ότε το περίσσευμα κι αυτήν την Μανωλάδα*,
κι η μία σκέψις έπειτα γεννά ευθύς την άλλη,
ως που με σκέψεις γίνεται κουρκούτι το κεφάλι.
Μακράν, αχρεία κεφαλή, και γίνε δυο κομμάτια,
μακράν και σείς, ω φλογερά και πυρωμένα μάτια,
οπου απλήστως βλέπετε του γείτονος το χρήμα,
το στρέμμαμ, την παιδίσκην του και κάθε άλλον κτήμα
που κάνετε και των Ρωμηών το γένος να σουφρώνη,
αν και ποτέ δεν έμαθε τα χέρια του ν' απλώνη.
Μακράν, αυτιά μου δύστηνα, οπού ακούτε τόσα
από του κάθε μασκαρά την τροχισμένη γλώσσα.
Μακράν, ω μύτη ρυπαρά, που σε κτυπά η βρώμα
και ο,τι άλλο φύεται στων Αθηνών το χώμα,
οπού μυρίζεις κάθε τι πολύτιμον σκουπίδι
και τ' αποφόρια τα γνωστά του τρυφερού Λεβίδη*.
Μακράν κι εσύ, ω στόμα μου, που τρώγης ό,τι λάχη
και άνω κάτω κάποτε μου φέρνεις το στομάχι,
κι αρχίζουν τα κοψίματα και η ευκοιλιότης,
αν κι όποιος ονομάζεται του αργυρού Ιππότης
δεν έπρεπε κοψίματα ποτέ να υποφέρη
και μες στο δρόμο μάλιστα ημέρα μεσημέρι.
Μακράν κι εσύ, ω γλώσσα μου, που λές χωρίς να παύης,
που βρίσκεις πάντα κάτι τι και όλο κόβεις ράβεις.
Κι εσείς ω δόντια, που συχνά μου φέρνετε σεκλέτι,
σας δίνω εις τον Μπάμπανο και εις τον Κασσαβέτη*.
Μακράν κι εσείς, μουστάκια μου και γέναια, δεν σας θέλω...
Σας δίνω στους μπαρμπέρηδες, σας δίνω στον Σεμτέλο.
Μακράν αχρεία κεφαλή από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου.
Ποτέ καλό δεν ειμπορεί να βγη α' το κεφάλι,
κι αν βγεί κανένα πού και πού χίλια κακά θα βγάλη,
κι αν την κασσίδα βγάλωμε μονάχα και την ψώρα,
θαρρώ πως άλλο τίποτε δεν γέννησε ως τώρα.
Αυτό το παληοκαύκαλο τί διάβολο το θέλω;
αυτό το παληοκαύκαλο τί το κρατώ στους ώμους;
για ν αγοράζω μοναχά προς χάριν του καπέλο
και δεξιά κι αριστερά να χαιρετώ στους δρόμους;
Για να το λούζω κάποτε και για να το κουρεύω,
κι ενώ μου είναι περιττόν για τούτο να ξοδεύω;
Μακράν, αχρείς κεφαλή, από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστηχής στα πέλαγα του κόσμου.
Να! Πάρτε το κεφάλι μου, σας το πετώ στη μούρη,
ας μην εκπέμπει όπως πρίν πνευματικάς ακτίνας,
ας γίνη ουρητήριον, στρατιωτών παγούρι,
κι αγγείον τι δυσώνυμον υπό συζύγων κλίνας.
Ας γίνη ό,τι θέλετε, εγώ το αποβάλλω,
μα δώστε μου, παρακαλώ, ένα κεφάλι άλλο,
που σκέψεις και συλλογισμούς και στίχους να μην κάνη,
που να μην παίρνει έξαφνα για κάθε τι φωτιά,
να έχη στόμα και φωνή ποτέ του να μην βγάνη,
τα μάτια να μην βλέπουνε, να μην ακούν τ' αφτιά.
Να είναι το κεφάλι μου ως είδος τι καπέλο,
να το μεταχειρίζομαι καθώς και όταν θέλω,
να το φορώ για γούστο μου και πάλι να το βγάζω
και τον καιρό μου να περνώ και να διασκεδάζω.
Τέτοιο κεφάλι μπούτζινο κι αναίσθητο το θέλω,
αλλέως τούτο που κρατώ εις κόρακας το στέλλω.
Μακράν, ω ξηροκέφαλον από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου,
σε δίνω εις τον Φιντικλή*, σε δίνω στον Μακράκη,
και τον Τελώνη προσκαλώ και τον Αμοιραδάκη*
να μου το κάνουν τρίψαλα ως είδος κυημά
και να το φάνε ύστερα στο φούρνο καπαμά.
η καρμανιόλα περπατεί κι ο κόσμος κάνει χάζι.
Την βλέπω κατακόκκινη ανάμεσα στ’ ασκέρι
μ’ εκείνο το θεόρατο και φοβερό μαχαίρι,
κι «Ηλί Λαμά Σαβαχθανί»* ευθύς αναφωνώ
τρέμ' η φωνή στα χείλη μου, τα λόγια λησμονώ.
Νομίζω πως εις θάνατον κι εμέ καταδικάζουν
και τρέχουν κάρρα κι άμαξαι πολλαί από ρυτήρος,
ενώ τα πλήθη έξαλλα στον δήμιον φωνάζουν:
«Κόφτον τον αφιλότιμον ιππότην του Σωτήρος»*.
Και ο φρικώδης δήμιος το σβέρκο μου γραπόνει
κι επάνω στο σανίδωμα το τέρας με ξαπλώνει.
Τραβά με φόρα το σκοινί κι η φοβερά μαχαίρα
μου κόβει το κεφάλι μου αμέσως πέρα πέρα,
κι εκείνο μες στα αίμτα λαχταριστό σπαράζει
επάνω στο σανίδωμα της μαύρης λαιμητόμου
και με φωνήν σπαρακτικήν και τρέμουσα φωνάζει
σαν την κομμένη κεφαλή του Γιάννη του Προδρόμου.
Αν θέλετε, ω άνθρωποι, να λείψουνε αλήθεια
οι πόνοι σας, τα πάθη σας, τα βάσανά σας όλα,
αυτά τα παληοκαύκαλα, τα ξεροκολοκύθια,
ελάτε να τα κόψετε σ' αυτήν την καρμανιόλα.
Και πριν εις θάνατον κι εσείς να καταδικασθήτε
ελάτ' εδώ μονάχοι σας κι αποκεφαλισθήτε.
Αντί να βασανίζεσθε και νύκτα και ημέρα
κι εις πέλαγος να χάνεσθε δυστυχιών παντοίων,
ας πάη πιά στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα
αυτό το παληοκαύκαλο, το περιττόν φορτίον.
Βγάλετε από πάνω σας το ξεροκέφαλό σας,
κι αυτό να είσθε βέβαιοι πως είναι για καλό σας.
Πώς ήθελα να σας ιδώ χωρίς κεφάλια γύρω
κι εγώ την ανθρωπότητα εξ ύψους να οικτείρω.
Ας ήταν να σας τάκοβα ως είδος πορτοκάλια...
θα ήταν αριστούργημα... Ψυχή μου στα Πατήσια*!...
Σε μερικούς θα έβαζα γαϊδουρινά κεφάλια,
εις άλλους πάλι βοδινά και κάποτε τραγήσια.
Γιατί παντού και μάλιστα σ' αυτόν εδώ τον τόπον
να ζουν γαϊδάροι αρκετοί με κεφαλάς ανθρώπων;
Γιατί κεφάλια βωδινά να μην φορούν καμπόσοι;
γιατί δε άνθρωποι πολλοί με λογική και γνώσι
την ανθρωπιά των προσπαθούν πολύ συχνά να κρύβουν
και ταπεινώς ενώπιον γαϊδουρανθρώπων σκύβουν;
Γιατί κανείς ουδέποτε δεν ειμπορεί να βάλη
το πρέπον και κατάλληλο σε μερικούς κεφάλι;
γιατί και τα κεφάλια μας δεν γίνονται καινούρια;
γιατί να ζουν οι άνθρωποι μαζί με τα γαϊδούρια;
και δεν μπορεί κανείς να πει σ' αυτό το νταβατούρι
ποιός είναι άνθρωπος σωστός και ποιός σωστό γαϊδούρι;
Μακράν, αχρεία κεφαλή, από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου.
Συ με ωθείς να σκέπτωμαι συχνάκις την Ελλάδα
κι εσθ' ότε το περίσσευμα κι αυτήν την Μανωλάδα*,
κι η μία σκέψις έπειτα γεννά ευθύς την άλλη,
ως που με σκέψεις γίνεται κουρκούτι το κεφάλι.
Μακράν, αχρεία κεφαλή, και γίνε δυο κομμάτια,
μακράν και σείς, ω φλογερά και πυρωμένα μάτια,
οπου απλήστως βλέπετε του γείτονος το χρήμα,
το στρέμμαμ, την παιδίσκην του και κάθε άλλον κτήμα
που κάνετε και των Ρωμηών το γένος να σουφρώνη,
αν και ποτέ δεν έμαθε τα χέρια του ν' απλώνη.
Μακράν, αυτιά μου δύστηνα, οπού ακούτε τόσα
από του κάθε μασκαρά την τροχισμένη γλώσσα.
Μακράν, ω μύτη ρυπαρά, που σε κτυπά η βρώμα
και ο,τι άλλο φύεται στων Αθηνών το χώμα,
οπού μυρίζεις κάθε τι πολύτιμον σκουπίδι
και τ' αποφόρια τα γνωστά του τρυφερού Λεβίδη*.
Μακράν κι εσύ, ω στόμα μου, που τρώγης ό,τι λάχη
και άνω κάτω κάποτε μου φέρνεις το στομάχι,
κι αρχίζουν τα κοψίματα και η ευκοιλιότης,
αν κι όποιος ονομάζεται του αργυρού Ιππότης
δεν έπρεπε κοψίματα ποτέ να υποφέρη
και μες στο δρόμο μάλιστα ημέρα μεσημέρι.
Μακράν κι εσύ, ω γλώσσα μου, που λές χωρίς να παύης,
που βρίσκεις πάντα κάτι τι και όλο κόβεις ράβεις.
Κι εσείς ω δόντια, που συχνά μου φέρνετε σεκλέτι,
σας δίνω εις τον Μπάμπανο και εις τον Κασσαβέτη*.
Μακράν κι εσείς, μουστάκια μου και γέναια, δεν σας θέλω...
Σας δίνω στους μπαρμπέρηδες, σας δίνω στον Σεμτέλο.
Μακράν αχρεία κεφαλή από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου.
Ποτέ καλό δεν ειμπορεί να βγη α' το κεφάλι,
κι αν βγεί κανένα πού και πού χίλια κακά θα βγάλη,
κι αν την κασσίδα βγάλωμε μονάχα και την ψώρα,
θαρρώ πως άλλο τίποτε δεν γέννησε ως τώρα.
Αυτό το παληοκαύκαλο τί διάβολο το θέλω;
αυτό το παληοκαύκαλο τί το κρατώ στους ώμους;
για ν αγοράζω μοναχά προς χάριν του καπέλο
και δεξιά κι αριστερά να χαιρετώ στους δρόμους;
Για να το λούζω κάποτε και για να το κουρεύω,
κι ενώ μου είναι περιττόν για τούτο να ξοδεύω;
Μακράν, αχρείς κεφαλή, από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστηχής στα πέλαγα του κόσμου.
Να! Πάρτε το κεφάλι μου, σας το πετώ στη μούρη,
ας μην εκπέμπει όπως πρίν πνευματικάς ακτίνας,
ας γίνη ουρητήριον, στρατιωτών παγούρι,
κι αγγείον τι δυσώνυμον υπό συζύγων κλίνας.
Ας γίνη ό,τι θέλετε, εγώ το αποβάλλω,
μα δώστε μου, παρακαλώ, ένα κεφάλι άλλο,
που σκέψεις και συλλογισμούς και στίχους να μην κάνη,
που να μην παίρνει έξαφνα για κάθε τι φωτιά,
να έχη στόμα και φωνή ποτέ του να μην βγάνη,
τα μάτια να μην βλέπουνε, να μην ακούν τ' αφτιά.
Να είναι το κεφάλι μου ως είδος τι καπέλο,
να το μεταχειρίζομαι καθώς και όταν θέλω,
να το φορώ για γούστο μου και πάλι να το βγάζω
και τον καιρό μου να περνώ και να διασκεδάζω.
Τέτοιο κεφάλι μπούτζινο κι αναίσθητο το θέλω,
αλλέως τούτο που κρατώ εις κόρακας το στέλλω.
Μακράν, ω ξηροκέφαλον από του σώματός μου,
για σένα είμαι δυστυχής στο πέλαγος του κόσμου,
σε δίνω εις τον Φιντικλή*, σε δίνω στον Μακράκη,
και τον Τελώνη προσκαλώ και τον Αμοιραδάκη*
να μου το κάνουν τρίψαλα ως είδος κυημά
και να το φάνε ύστερα στο φούρνο καπαμά.
Ιούνιος 1887
*
«Ηλί Λαμά Σαβαχθανί»: «Θεέ Θεέ γιατί μ'εγκαταλείπεις»
«τον αφιλότιμον ιππότην του Σωτήρος»: για τον εαυτό του, την επαναλαμβάνει συχνά στα ποιήματά του, ειρωνευόμενος την παρασημοφορία του.
«Ψυχή μου στα Πατήσια»: Φράση της εποχής, καθώς τα Πατήσια ήταν τότε προάστειο στην εξοχή, γεμάτο λουλούδια πέρα ως πέρα..
«το περίσσευμα της Μανωλάδας»: Το Κράτος είχε δωρίσει στο διάδοχο Κωνσταντίνο, για την ενηλικίωσή του, ένα μεγάλο δημόσιο κτήμα στη Μανωλάδα Ηλείας.
«του τρυφερού Λεβίδη»: αναφέρεται στην κατακριθείσα αποπομπή του βουλευτή Λεβίδη από τον Υπ. Εξ Στ, Δραγούμη.
«Μπάμπανος και Κασσαβέτης»: οι επιφανέστεροι, τότε, οδοντίατροι της Αθήνας.
«Φιντικλής»: καθηγητής στη σχολή, είχε απορρίψει τον Σουρή.
«Τελώνης και Αμοιραδάκης»: δήμιοι της εποχής.
«Ηλί Λαμά Σαβαχθανί»: «Θεέ Θεέ γιατί μ'εγκαταλείπεις»
«τον αφιλότιμον ιππότην του Σωτήρος»: για τον εαυτό του, την επαναλαμβάνει συχνά στα ποιήματά του, ειρωνευόμενος την παρασημοφορία του.
«Ψυχή μου στα Πατήσια»: Φράση της εποχής, καθώς τα Πατήσια ήταν τότε προάστειο στην εξοχή, γεμάτο λουλούδια πέρα ως πέρα..
«το περίσσευμα της Μανωλάδας»: Το Κράτος είχε δωρίσει στο διάδοχο Κωνσταντίνο, για την ενηλικίωσή του, ένα μεγάλο δημόσιο κτήμα στη Μανωλάδα Ηλείας.
«του τρυφερού Λεβίδη»: αναφέρεται στην κατακριθείσα αποπομπή του βουλευτή Λεβίδη από τον Υπ. Εξ Στ, Δραγούμη.
«Μπάμπανος και Κασσαβέτης»: οι επιφανέστεροι, τότε, οδοντίατροι της Αθήνας.
«Φιντικλής»: καθηγητής στη σχολή, είχε απορρίψει τον Σουρή.
«Τελώνης και Αμοιραδάκης»: δήμιοι της εποχής.
πηγές:
Γεώργιου Σουρή: "Άπαντα", τόμος 1 ,
(επιμέλεια Σπύρου Μελά)
Αθηναϊκαί εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης, 1954.